Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(πολλους Τρώων

  • 1 καταλειπω

        эп. καλλείπω (эп. fut. тж. καλλείψω, aor. 2 κατέλιπον, pf. καταλέλοιπα; pass.: fut. καταλειφθήσομαι, aor. κατελείφθην, pf. καταλέλειμμαι) тж. med.
        1) оставлять
        

    (τινὰ παρ΄ ὄχεσφιν Hom.; ἄφοδόν τινι Xen.; στενέν διέξοδον καταλιπέσθαι Plat.; ἑαυτῷ τι Arst.)

        ὅ στρατὸς καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ Her. — оставленная (для несения охраны) часть войска;
        κατελείφθη μόνος NT. — он остался один;
        διαλαβεῖν εἰς δύο, ὥστε μηδὲν καταλιπεῖν μέσον Arst.разделить пополам без остатка

        2) оставлять на поле сражения, т.е. терять убитыми
        3) покидать, бросать
        

    (Ἀχαιούς, πόλιν Hom.; οἰκίας τε καὴ ἱερά Thuc.)

        κ. σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι Hom. — бросить плот на произвол ветров;
        ἀλλ΄ ἀντιάζω, μή με καταλίπῃς μόνον Soph. — но прошу тебя, не покидай меня одного

        4) оставлять после себя или в наследство
        

    (τινὴ ὀδύνας τε γόους τε Hom.; αἰδῶ παισίν, οὐ χρυσόν Plat.; δύο θυγατέρας Arst.)

        τὰ ἐν μύθου σχήματι καταλελειμμένα τοῖς ὕστερον Arst.перешедшее в форме мифа к позднейшим поколениям

        5) оставлять, сохранять, сберегать
        

    (ὀκτὼ μόνους, sc. ἄνδρας Xen.; τριτάτην μοῖραν Arst.; ἑπτακισχιλίους ἄνδρας ἑαυτῷ NT.)

        τὰ μὲν ἄλλα περιῄρει, κατέλειπε δὲ τὸ εὐδαίμονας ποιεῖν Xen. (Сократ) отбрасывал все другое и интересовался лишь тем, как сделать счастливыми (людей);
        καταλείπεσθαι ἑαυτῷ Xen.сохранить для самого себя

        6) предоставлять

    Древнегреческо-русский словарь > καταλειπω

См. также в других словарях:

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • λαοδάμας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων, νικητής στους αγώνες πυγμαχίας που έγιναν για να τιμηθεί ο Οδυσσέας. 2. Γιος του Αντήνορα, ήρωας των Τρώων, που σκοτώθηκε από τον Αίαντα στη μάχη που δόθηκε κοντά στα πλοία …   Dictionary of Greek

  • Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… …   Dictionary of Greek

  • Αχιλλέας — I Μυθολογικός ήρωας του Τρωικού πολέμου, που έμεινε αθάνατος χάρη στην ομηρική ποίηση. Γιος του βασιλιά της θεσσαλικής Φθίας Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, λατρευόταν σε πολλούς τόπους της αρχαίας Ελλάδας. Τη λατρεία αυτή μερικοί την αποδίδουν… …   Dictionary of Greek

  • Ξυπέτη — Δήμος της αρχαίας Αττικής, που αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς, όπως ο Βυζάντιος και ο Πλούταρχος. Ο κάτοικος αυτού του δήμου ονομαζόταν Ξυπεταιών ή Ξυπέτιος. Αρχικά, ο δήμος ονομαζόταν Τροία ή Δήμος Τρώων. Από μια μαρμάρινη βάση με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»